Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ(ΤΑΔΕ ΕΦΗ ΖΑΡΑΤΟΥΣΤΡΑ-ΝΙΤΣΕ)

Οι δραματικές και λογοτεχνικές βάσεις των πρώτων συμφωνικών ποιημάτων του Strauss ήταν διαφορετικές και λίγο-πολύ αθώες. Ουσιαστικά, όμως, δεν υπήρξε κανένας προηγούμενος
συνθέτης που να ασχολήθηκε με ένα φιλοσοφικό έργο. Από αυτή την άποψη το «Τάδε Έφη Ζαρατούστρα» θεωρείται ως ένα από τα πιο ασυνήθιστα έργα του είδους του αλλά και το δημοφιλέστερο του Strauss, ίσως επειδή ακούγεται συχνότερα από τα υπόλοιπα έργα του.


Απ’ την άλλη, από μόνο του το βιβλίο του Νίτσε ήταν ένα ασυνήθιστο φαινόμενο που δεν είχε εμφανιστεί ποτέ άλλοτε σε ένα βιβλίο φιλοσοφίας. Δημοσιεύθηκε σε τέσσερα μέρη (το πρώτο κυκλοφόρησε το 1885 ενώ η τελική έκδοση που συμπεριελάμβανε και τα τέσσερα μέρη εκδόθηκε το 1892), και συνάντησε την καθολική υποδοχή πραγματοποιώντας πωλήσεις ωσάν να ήταν μυθιστόρημα, γεγονός πρωτοφανές για φιλοσοφικό έργο το οποίο είχε τη μορφή ποιητικής πεζογραφίας.

Το βιβλίο, για το οποίο ο ίδιος ο Νίτσε ισχυρίστηκε ότι είναι το «βαθύτερο έργο που έγραψε ποτέ», είναι δύσκολο να ταξινομηθεί σε κάποια κατηγορία. Είναι μια πυκνή και εσωτερική πραγματεία στη φιλοσοφία, αλλά και μία ιδιαίτερα σαρκαστική παρωδία της Βίβλου. Αποτελείται κατά ένα μεγάλο μέρος από τον φανταστικό ρητορικό λόγο του Ζαρατούστρα και, ταυτόχρονα, εμπεριέχει και ποιητικά στοιχεία. Ο Νίτσε σ’ αυτό το αλληγορικό έργο, φαντάστηκε τον Ζαρατούστρα να αποσύρεται από την κοινωνία σε ένα ορεινό ησυχαστήριο και να επιστρέφει στον κόσμο για να μοιραστεί τις ιδέες του με την ανθρωπότητα. 
Ο Ζαρατούστρα κηρύσσει αυτό που στην πραγματικότητα ήταν το όραμα του Νίτσε για μία φυσική αριστοκρατία που θα αποτελείται από πρόσωπα που, μέσω της πνευματικής προσπάθειας και θέλησης, θα ξεχώριζαν από τους υπόλοιπους ανθρώπους και θα οδηγούσαν την ανθρωπότητα σε μία χρυσή εποχή. Το προϊόν αυτής της εποχής θα ήταν ένας ανώτερος τύπος ανθρώπου, που ο Νίτσε ονομάζει «Υπεράνθρωπο».

Τα τέσσερα μέρη του βιβλίου περιέχουν 82 σύντομους και ποικίλους στοχασμούς για τον άνθρωπο, που τελειώνουν πάντα με την πρόταση «Τάδε Έφη Ζαρατούστρα». Ήταν τόσος ο θαυμασμός που προκάλεσε το έργο ώστε είχε αντίκτυπο στην πολιτική, στη θρησκεία, στη μουσική και τις τέχνες γενικότερα.


Η βασική φιλοσοφία του αρχαίου Πέρση προφήτη, ποιητή και απόκρυφου φιλόσοφου Ζαρατούστρα, ή αλλιώς Ζωροάστρη, συνοψίζεται σε τρεις λέξεις: humata, hukhta, haverasta (καλές σκέψεις, καλές λέξεις, καλές πράξεις). Η μορφή του Ζαρατούστρα είχε παρουσιαστεί σε διάφορα μουσικά έργα, μεταξύ των οποίων και σε μία όπερα του Rameau. Ο Νίτσε, με την επιλογή του να χρησιμοποιήσει τον Ζαρατούστρα για να εκπροσωπήσει τον ίδιο, έδωσε το έναυσμα στους συνθέτες για νέες ιδέες. 
Την ίδια εποχή που ο Strauss συνέθετε το συμφωνικό του ποίημα, ο φίλος του, Gustav Mahler, χρησιμοποιούσε κείμενα από τον Ζαρατούστρα στην «Τρίτη Συμφωνία» και το 1899 ο Frederick Delius χρησιμοποίησε το ίδιο μέρος, καθώς και κάποια άλλα, για το πιο φιλόδοξο χορωδιακό έργο του, το «A Mass Of Life». Η χρήση κειμένων του Νίτσε στη μουσική δεν αποτελούσε έκπληξη, αλλά η απάντηση του Strauss ήταν εντελώς διαφορετική. 

Όπως όλα τα συμφωνικά ποιήματα έτσι και το «Also Sprach Zarathustra» ακολουθεί την κύρια πλοκή του έργου που, ως ένα ορισμένο βαθμό, υπαγορεύουν η μουσική του μορφή και κάποιες λεπτομέρειες. Μόνο που το έργο του Strauss είναι πολύ σύνθετο και καταδεικνύει πόσο μεγάλη και σημαντική ήταν η επιρροή του Νίτσε στους δημιουργούς της εποχής εκείνης. Το συνθετικό ποίημα του 32χρονου Strauss δεν είναι απλά μία μουσική επέκταση και μία ελεύθερη συνειρμική μουσική ερμηνεία των λέξεων του Νίτσε, αλλά ένας σχολιασμός του έργου του και μία αναπαράσταση του ενθουσιασμού, της ψυχικής ανάτασης και του θαυμασμού που προκάλεσαν αυτές οι λέξεις στον νέο αλλά έμπειρο συνθέτη Strauss.
Το «Also Sprach Zarathustra» είναι ένα κονσέρτο για ορχήστρα, στο οποίο ο άνθρωπος και η φύση απεικονίζονται και αντιπαραβάλλονται με τις αντίθετες τονικότητες της σύνθεσης. Ο Strauss επεξεργάστηκε με τον καλύτερο τρόπο τη φιλοσοφική αλληγορία του Νίτσε που θεωρητικολογεί την άνοδο της ανθρωπότητας από ένα πρωτόγονο φυσικό κράτος σε μία ηθική και διανοητική ανωτερότητα. Με το μεταφυσικό έργο του Νίτσε και τη φιγούρα του προφήτη Ζαρατούστρα, ο συνθέτης υιοθέτησε τη στάση του πάνω σε μία προβληματική βάση. 
Η λατρεία του Υπεράνθρωπου, που προτάθηκε στο έργο του Νίτσε σε συνδυασμό με τη διάσημη φράση «Ο Θεός είναι νεκρός», ήρθε μισό αιώνα αργότερα να μοιάσει επικίνδυνα με το σχέδιο των Ναζί για τη δημιουργία της Άριας Φυλής. 
Είναι αλήθεια ότι ο Χίτλερ βασίστηκε στο έργο του Νίτσε για να οικοδομήσει τη θεωρία του εθνικοσοσιαλισμού. Ο Νίτσε, όμως, όπως φαίνεται μέσα από τα έργα του, υπήρξε δριμύτατος επικριτής τόσο των εθνικιστικών, όσο και των αντισημιτικών τάσεων. Ο Ζαρατούστρα είναι η υπέρβαση του ανθρώπου προς το ανθρωπινότερο και όχι προς το απανθρωπότερο. Εξάλλου και ο ίδιος ο Νίτσε προέβλεψε ότι τα έργα του θα παρερμηνευτούν και ότι δύσκολα θα υπάρξει κάποιος που θα τα κατανοήσει σε βάθος. Ο ίδιος είχε πει: «Αυτό που κάνουμε δεν το καταλαβαίνουν ποτέ, μα μονάχα το επαινούν ή το κατηγορούν». 

Σε κάθε περίπτωση είναι καλύτερα να προσεγγίζει κανείς τον Νίτσε ως ποιητή και όχι ως φιλόσοφο. Το «Τάδε Έφη Ζαρατούστρα» είναι ένα δημιούργημα φαντασίας. Δυστυχώς, όμως, κάποιοι το εξέλαβαν ως πολιτική θεωρία αλλοιώνοντας τις πραγματικές του εκτάσεις και διαπράττοντας έτσι ένα κατηγορηματικό λάθος. 


Είναι πολύ πιθανό ο Νίτσε, ο οποίος πέθανε στις 25 Αυγούστου 1900, να είχε εγκρίνει ολόψυχα τη σύνθεση του Strauss. Όταν ακόμα το βιβλίο του ήταν καινούργιο, ρωτήθηκε πώς θα το χαρακτήριζε και ο Νίτσε απάντησε ότι το έργο του θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μουσική σύνθεση. Άλλωστε η μουσική αποτελούσε σημαντικό κομμάτι της ζωής του Νίτσε κι αυτό είναι διάχυτο και στα έργα του. Ο ίδιος είχε γράψει κάποτε ότι «χωρίς μουσική η ζωή θα ήταν ένα λάθος». Μάλιστα, ήταν ικανός πιανίστας και είχε συνθέσει δικά του κομμάτια, κυρίως τραγούδια και έργα για χορωδίες. Επιπλέον, το πρώτο του σημαντικό βιβλίο, το οποίο εκδόθηκε το 1872, έφερε τον τίτλο «The Birth Of Tragedy From The Spirit Of Music» (Η Γέννηση της Τραγωδίας από το Πνεύμα της Μουσικής).

Ο Νίτσε δεν έκρυψε τον ενθουσιασμό του για την «Carmen» του Bizet ενώ καθοριστικό ήταν και το γεγονός ότι διατηρούσε φιλική σχέση με τον Richard Wagner. Μια σχέση που εξελίχθηκε στην απομυθοποίηση και στην απόρριψη και, τελικά, στην πλήρη αποξένωση. 
Είναι απίθανο να γνώριζε ο Νίτσε την επίδραση του βιβλίου του στον Strauss, καθώς στις 3 Ιανουαρίου του 1889 (δηλαδή τέσσερα χρόνια μετά την έκδοση του «Τάδε Έφη Ζαρατούστρα» και εφτά χρόνια πριν την επίσημη πρώτη της σύνθεσης του Strauss) υπέστη νευρική κατάρρευση ενώ βρισκόταν στην πλατεία Carlo Alberto στο Torino. 
Αν και τα γεγονότα εκείνης της ημέρας δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένα, σύμφωνα με μία διαδεδομένη εκδοχή, ο Νίτσε είδε έναν αμαξά να μαστιγώνει το άλογό του και τότε με δάκρυα στα μάτια τύλιξε τα χέρια του γύρω από το λαιμό του αλόγου και αμέσως μετά κατέρρευσε.
Τις επόμενες ημέρες, απέστειλε πολυάριθμες επιστολές υπογράφοντας άλλοτε ως «ο Εσταυρωμένος» και άλλοτε ως «Διόνυσος». 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου